Λίσσῳ

Λίσσῳ
Λίσσος
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λισσώ — λισσῶ, όω (Α) [λισσός] πιθ. καθιστώ κάποιον αναξιόχρεο, αφερέγγυο, ανίκανο να πληρώσει τα χρέη του …   Dictionary of Greek

  • Λίσσω — Λίσσος masc nom/voc/acc dual Λίσσος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίσσω — λίζω graze aor subj act 1st sg (epic) λίζω graze fut ind act 1st sg (epic) λίζω graze aor ind mid 2nd sg (epic) λισσόω render insolvent pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λισσῶι — λισσῷ , λισσός smooth masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφελίσσω — ἐφελίσσω (Α) (μόνο στον τ. επε(ι)λίσσω*) 1. περιτυλίγω 2. μέσ. ἐφελίσσομαι σύρομαι, στριφογυρίζω πίσω από κάποιον 3. παθ. τυλίγομαι, περιτυλίγομαι («ἐπείλικτο ὥσπερ τὰ βιβλία», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλίσσω] …   Dictionary of Greek

  • κατειλίσσω — (Α) ιων. τ. βλ. καθελίσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθε(ι)λίσσω με ιων. ψίλωση] …   Dictionary of Greek

  • λίσσωμα — λίσσωμα, τό (Α) [λισσώ] η κορυφή, το σημείο τού κεφαλιού στο οποίο χωρίζονται οι τρίχες και κατεβαίνουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις («τοῡ δὲ κρανίου κορυφὴ καλεῑται τὸ μέσον καὶ λίσσωμα τῶν τριχῶν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • λίσσωσις — λίσσωσις, ἡ (Α) [λισσώ] το λίσσωμα, το χώρισμα τών τριχών και το κατέβασμά τους από την κορυφή τού κεφαλιού προς τα κάτω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”